- εγελιανός
- -ή, -ό1. που ανήκει ή αναφέρεται στον Έγελο.2. το αρσ. ως ουσ., εγελιανός, ο ο οπαδός της φιλοσοφίας του Έγελου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
εγελιανός — ο αυτός που παραδέχεται και ακολουθεί τις φιλοσοφικές θεωρίες του Έγελου … Dictionary of Greek